- παρασπώ
- -άω, Α1. σέρνω βίαια, αποσπώ από τα πλάγια2. εκλέγω, διαλέγω για τον εαυτό μου3. μτφ. αποσπώ4. μέσ. παρασπώμαιαποσπώ κάποιον ή κάτι από κάποιον άλλο για τον εαυτό μου5. (ως αυτοπαθές) αποσπώ τον εαυτό μου από κάποιον, αποσύρομαι6. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παρεσπασμένοςμτφ. (σχετικά με κύκλο παρατηρούμενο από τα πλάγια) εξωθημένος μακριά.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + σπῶ (πρβλ. κατα-σπώ].
Dictionary of Greek. 2013.