παρασπώ

παρασπώ
-άω, Α
1. σέρνω βίαια, αποσπώ από τα πλάγια
2. εκλέγω, διαλέγω για τον εαυτό μου
3. μτφ. αποσπώ
4. μέσ. παρασπώμαι
αποσπώ κάποιον ή κάτι από κάποιον άλλο για τον εαυτό μου
5. (ως αυτοπαθές) αποσπώ τον εαυτό μου από κάποιον, αποσύρομαι
6. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παρεσπασμένος
μτφ. (σχετικά με κύκλο παρατηρούμενο από τα πλάγια) εξωθημένος μακριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + σπῶ (πρβλ. κατα-σπώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παράσπασις — άσεως, ἡ, Α [παρασπώ] 1. παρασπασμός* 2. έλξη, διασυρμός θύματος από θηρίο …   Dictionary of Greek

  • παρασπαδίας — ο ανατ. συγγενής ανωμαλία στην διάπλαση τού πέους, κατά την οποία το έξω στόμιο τής ουρήθρας δεν εκβάλλει μπροστά αλλά στα πλάγια τού οργάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρασπῶ «σύρω προς τα πλάγια» (πρβλ. παρασπάς, άδος)] …   Dictionary of Greek

  • παρασπασμός — ὁ, Α [παρασπώ] πλάγια απόσπαση ή αφαίρεση …   Dictionary of Greek

  • προπαρασπώ — άω, Μ παρασύρω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + παρασπῶ «σέρνω βίαια»] …   Dictionary of Greek

  • σπάω — σπῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. βλ. σπάζω μσν. αρχ. 1. ανασπώ, βγάζω από τη θήκη (α. «ξίφος σπάσαντα», Ευρ. β. «φάσγανον σπάσας χερί», Ευρ.) 2. προκαλώ συστροφή ή σπασμό αρχ. 1. τραβώ προς το μέρος μου και αποσπώ, κόβω («σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε», Ομ. Οδ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”